περιοπτος

περιοπτος
    περίοπτος
    περί-οπτος
    2
    1) видимый отовсюду
    

(τόπος Plut.)

    2) замечательный, удивительный
    

(βίος Diod.; ἔργα Plut.; κάλλος Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "περιοπτος" в других словарях:

  • περίοπτος — to be seen all round masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίοπτος — η, ο / περίοπτος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που φαίνεται απ όλες τις πλευρές, ο ορατός από παντού (α. «περίοπτη θέση» β. «περίοπτο γλυπτό») 2. περίβλεπτος, αξιοθαύμαστος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίοπτα οι τόποι που έχουν θέα, τα υψηλά. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • περίοπτος — η, ο 1. αυτός που φαίνεται από παντού, ψηλός: Το σπίτι του βρίσκεται σε περίοπτη θέση. 2. μτφ., έξοχος, επιφανής, θαυμαστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιόπτω — περίοπτος to be seen all round masc/fem/neut nom/voc/acc dual περίοπτος to be seen all round masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιόπτως — περίοπτος to be seen all round adverbial περίοπτος to be seen all round masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίοπτον — περίοπτος to be seen all round masc/fem acc sg περίοπτος to be seen all round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιόπτου — περίοπτος to be seen all round masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιόπτους — περίοπτος to be seen all round masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιόπτων — περίοπτος to be seen all round masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιόπτῳ — περίοπτος to be seen all round masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίοπτα — περίοπτος to be seen all round neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»